επωδίνω

επωδίνω
ἐπωδίνω (AM)
νιώθω τους πόνους τού τοκετού
μσν.
αισθάνομαι δυσαρέσκεια («φθόνος ὁ τοῑς ἀγαθοῑς ἀεὶ ἐπωδίνων», Ισίδ. Πηλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”